- φυλέτις
- -ιδος, ἡ, Αβλ. φυλέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλέτης — ὁ, θηλ. φυλέτις ιδος, 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο («κωμῆταί τε καὶ φυλέται», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια φυλή (α. «φυλέτης χορός» ο χορός τής φυλής, ο τοπικός β. «φυλέτις ἐκκλησία», Αππ.).… … Dictionary of Greek